καββαλιστικός

καββαλιστικός
η , ό[ν] прям. , перен. кабалистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καββαλιστικός" в других словарях:

  • καββαλιστικός — και καμπαλιστικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καββάλα ή στους καββαλιστές 2. συνεκδ. ακατανόητος, μυστηριώδης, γριφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cabalistic (< cabalist «καββαλιστής»). Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»